- ἀρτιγραφής
- ἀρτι-γραφής, eben geschrieben
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
αρτιγραφής — ἀρτιγραφής, ές (Α) αυτός που μόλις γράφτηκε … Dictionary of Greek
ἀρτιγραφές — ἀρτιγραφής just written masc/fem voc sg ἀρτιγραφής just written neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων … Dictionary of Greek